- φλυκταινίς
- φλυκταιν-ίς, ίδος, ἡ, = foreg., Hp. Int. 1, Epid.2.1.1, Diocl.Fr.82.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλυκταινίς — ίδος, ἡ, Α υποκορ. φλυκταινίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλύκταινα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κεφαλ ίς)] … Dictionary of Greek
φλυκταινίδες — φλυκταινίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλυκταινίδων — φλυκταινίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)